στουμπάω
Смотреть что такое "στουμπάω" в других словарях:
στουμπάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), στούμπιξα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: στουμπάω : σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη (1941, σελ. 358) «όσα ρήματα έχουν ι στον ενεστώτα, ακόμα και όταν είναι διπλοσχημάτιστα, γράφονται στον αόριστο με το ίδιο ι που έχουν και… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στουμπάω — Ν [στούμπος] στουμπίζω … Dictionary of Greek
στουμπίζω — στουμπίζω, στούμπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. στουμπάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοπανίζω — και κοπανώ και κοπανάω κοπάνισα, κοπανίστηκα, κοπανισμένος 1. χτυπώ με τον κόπανο: Κοπανίζει τα ρούχα στην πλύση. 2. τρίβω, στουμπάω: Κοπανίζει καρύδια στο γουδί. 3. δέρνω άσχημα: Κάτσε ήσυχα γιατί θα σε κοπανίσω. 4. φρ., «Όλο τα ίδια κοπανάει»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στουμπίζω — και στουμπάω στούμπισα, στουμπίστηκα, στουμπισμένος 1. κοπανίζω: Στούμπισα τα αμύγδαλα για το γλυκό. 2. δέρνω: Θα σεστουμπίσω. 3. δίνω ικανοποιητικό ποσό είτε το θέλω είτε όχι: Τα στούμπισα όλα όσα μου ζήτησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)