στουμπάω

στουμπάω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στουμπάω" в других словарях:

  • στουμπάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), στούμπιξα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: στουμπάω : σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη (1941, σελ. 358) «όσα ρήματα έχουν ι στον ενεστώτα, ακόμα και όταν είναι διπλοσχημάτιστα, γράφονται στον αόριστο με το ίδιο ι που έχουν και… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στουμπάω — Ν [στούμπος] στουμπίζω …   Dictionary of Greek

  • στουμπίζω — στουμπίζω, στούμπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. στουμπάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοπανίζω — και κοπανώ και κοπανάω κοπάνισα, κοπανίστηκα, κοπανισμένος 1. χτυπώ με τον κόπανο: Κοπανίζει τα ρούχα στην πλύση. 2. τρίβω, στουμπάω: Κοπανίζει καρύδια στο γουδί. 3. δέρνω άσχημα: Κάτσε ήσυχα γιατί θα σε κοπανίσω. 4. φρ., «Όλο τα ίδια κοπανάει»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στουμπίζω — και στουμπάω στούμπισα, στουμπίστηκα, στουμπισμένος 1. κοπανίζω: Στούμπισα τα αμύγδαλα για το γλυκό. 2. δέρνω: Θα σεστουμπίσω. 3. δίνω ικανοποιητικό ποσό είτε το θέλω είτε όχι: Τα στούμπισα όλα όσα μου ζήτησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»